- λάιτον
- λάϊτον, τὸ (Α)βλ. λήιτον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λαῖτον — Λαῖτος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαῖτον — λάω 1 pres opt act 2nd dual λάω 2 seize pres opt act 2nd dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στράτσεϊ, Τζιλ Λάιτον — (Strachey). Άγγλος κριτικός και βιογράφος (Λονδίνο 1880 Ινκπεν 1932). Σπούδασε στο Τρίνιτι Κόλετζ του Κέμπριτζ και συνεργάστηκε με σπουδαία περιοδικά όπως τον Θεατή και την Επιθεώρηση του Εδιμβούργου. Έγινε γνωστός με το έργο του Σπουδαίες… … Dictionary of Greek
λήιτον — λήϊτον και (κατά τον Ησύχ.) λάϊτον, τὸ (Α) 1. βουλευτήριο, πρυτανείο («ἔργεσθαι τοῡ ληΐτου αὐτοὶ φυλακὰς ἔχουσι [λήϊτον δὲ καλέουσι τὸ πρυτανήϊον οἱ Ἀχαιοί]», Ηρόδ.) 2. η πολιτεία, το δημόσιο, το κράτος («λήϊτον γὰρ τὀ δημόσιον ἔτι νῡν Ἕλληνες… … Dictionary of Greek